ὄμπνιος

ὄμπνιος
ὄμπν-ιος, in codd. freq. ὄμπνειος, α, ον,
A of or relating to corn,

καρπός Moschio

Trag.6.10, Eratosth. 16.17 ;

στάχυς A.R.4.989

, Lyc.621 ; ἔργον husbandry, Call. Fr.183 ;

ὄμπνια . . Δήμητρος . . δῶρα Orph.Fr.280

; nourishing, Philet. ap.Sch.A.R.4.989 : hence,
2 epith. of Demeter,

Ὄμπνια, Ὄ. θεσμοφόρος Call.Aet.Oxy.2079.10

;

Ὄ. Δηώ Nonn.D.11.213

, cf. Hsch. s.v. ὄμπνιος λειμών, prob. in IG22.1352 (ii A.D.): then in late Poets, Καίσαρος ὄμπνια μήτηρ ib.14.1389i56, cf. BCH11.161 ([place name] Lagina).
II well-fed, flourishing : hence, large, ὄ. νέφος a huge cloud, S.Fr.246 ;

κτῆσις Lyc.1264

. [Ὄμπνια proparox., Hdn.Gr.2.451 : formed like πότνια.]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • όμπνιος — ὄμπνιος, α, ον (Α) [όμπνη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σίτο, ο προερχόμενος από σίτο (α. «Δηοῡς ἀνεῑναι μήποτ ὄμπνιον στάχυν», Λυκόφρ. β. «ὄμπνιον ἔργον» γεωργική εργασία, γεωργία, Καλλίμ.) 2. θρεπτικός 3. αυτός που έχει ανατραφεί καλά …   Dictionary of Greek

  • ὄμπνιος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμπνιον — ὄμπνιος of masc acc sg ὄμπνιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμπνίου — ὄμπνιος of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμπνίῃ — ὄμπνιος of fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄμπνια — ὄμπνιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμπνία — ὀμπνίᾱ , ὄμπνιος of fem nom/voc/acc dual ὀμπνίᾱ , ὄμπνιος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομπνιακός — ὀμπνιακός, ή, όν (Α) [όμπνη] όμπνιος* …   Dictionary of Greek

  • ομπνιόχειρ — ὀμπνιόχειρ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πλουσιόχειρ, πλούσιος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμπνιος «μεγάλος, πλούσιος» + χειρ (< χείρ, ός), πρβλ. μονό χειρ, πλουσιό χειρ] …   Dictionary of Greek

  • όμπνειος — ὄμπνειος, α, ον (Α) (εσφ. γρφ.) βλ. όμπνιος …   Dictionary of Greek

  • όπνιος — ὄπνιος, ον (Α) (εσφ. γρφ. αντί ὄμπνιος) 1. μεγάλος, αυξημένος, πλουσιοπάροχος, πολύς (α. «ὄπνιος χείρ» πλούσιο, πλουσιοπάροχο χέρι β. «ὄπνιον νέφος» μεγάλο, ογκώδες νέφος) 2. (κατά τον Φώτ.) α) «ὄπνιος λειμών ὁ σῑτος καὶ οἱ δημητριακοὶ καρποί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”